ἰδιόγλωσσος

ἰδιόγλωσσος
ἰδῐό-γλωσσος, ον,
A of distinct, peculiar tongue,

πόλις Str.5.2.9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδιόγλωσσος — ἰδιόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • ἰδιόγλωσσον — ἰδιόγλωσσος of distinct masc/fem acc sg ἰδιόγλωσσος of distinct neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”